προτελίζω

προτελίζω
Α [προτελής]
1. μυώ ή καθιερώνω με τελετή πριν από τον γάμο («προτελίζω τὴν νεάνιδα Ἀρτέμιδι» — οδηγώ νεαρή κόρη μπροστά στον βωμό τής Αρτέμιδος πριν από τον γάμο της ώστε να προσφέρει τη γαμήλια θυσία, Ευρ.)
2. παθ. προτελίζομαι
προμυούμαι, προκαθαίρομαι για την τέλεση μυστηρίου.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • προτελίζουσι — προτελίζω initiate pres part act masc/neut dat pl (attic epic doric ionic) προτελίζω initiate pres ind act 3rd pl (attic epic doric ionic) προτελίζω initiate pres part act masc/neut dat pl (attic epic doric ionic) προτελίζω initiate pres ind act… …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • προυτέλιζον — προετέλιζον , προτελίζω initiate imperf ind act 3rd pl προετέλιζον , προτελίζω initiate imperf ind act 1st sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”