- προτελίζω
- Α [προτελής]1. μυώ ή καθιερώνω με τελετή πριν από τον γάμο («προτελίζω τὴν νεάνιδα Ἀρτέμιδι» — οδηγώ νεαρή κόρη μπροστά στον βωμό τής Αρτέμιδος πριν από τον γάμο της ώστε να προσφέρει τη γαμήλια θυσία, Ευρ.)2. παθ. προτελίζομαιπρομυούμαι, προκαθαίρομαι για την τέλεση μυστηρίου.
Dictionary of Greek. 2013.